Ο Erving Goffman γεννημένος στον Καναδά το 1922, θεωρείται μέχρι και σήμερα ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς κοινωνιολόγους του 20ου αιώνα. Παραθέτοντας συνοπτικά κάποια βιογραφικά του στοιχεία, θα μπορούσαν ενδεικτικά να αναφερθούν:
Κύρια έργα του αποτελούν τα βιβλία: The Presentation of Self in Everyday Life, Asylums: Essays on the Social Situation of Mental Patients and Other Inmates, Frame Analysis: An Essay on the Organization of Experience, Interaction Ritual: Essays on Face-to-Face Behavior και Forms of Talk.
Tο έργο του Erving Goffman εντάσσεται σε μία από τις 3 κύριες κοινωνιολογικές σχολές σκέψης, αυτή της συμβολικής αλληλεπίδρασης (μικροκοινωνιολογική), εμπνευστής της οποίας θεωρείται ο Max Weber. Όπως πολλοί άλλοι κοινωνιολόγοι, επηρεάστηκε από τον Αμερικανό φιλόσοφο George Herbert Mead και τον κοινωνιολόγο Herbert Blumer. Έτσι, υιοθέτησε την κοινωνιολογική μέθοδο που εστιάζει στην ανάλυση και στη μελέτη της συμπεριφοράς μικρών ομάδων ή μεμονωμένων ατόμων, με την παραδοχή ότι μεταξύ των ατόμων αυτών, υπάρχει μια δυναμική αλληλεπίδραση, στην οποία στηρίζεται και η κοινωνία. Σύμφωνα με την σχολή της συμβολικής αλληλεπίδρασης, τα άτομα σκέφτονται και αξιολογούν τις συμπεριφορές τους ανάλογα με το νόημα που αποδίδουν στα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στο περιβάλλον τους. Με άλλα λόγια τα νοήματα των ανθρώπων παράγονται από την κοινωνική αλληλεπίδραση, δεν σχηματίζονται ατομικά, αλλά προκύπτουν ως αποτέλεσμα σχέσεων, αποτελούν δηλαδή κοινωνικά προϊόντα.
Η δομή των κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες συγκροτούνται όταν οι άνθρωποι βρίσκονται υπό την άμεση παρουσία ο ένας του άλλου (face-to-face interaction) αποτέλεσε επίκεντρο της θεωρητικής εργασίας του E. Goffman και θεματική που διακατείχε σχεδόν ολόκληρο το έργο του, που επεκτάθηκε και στο πεδίο της ψυχικής υγείας.
Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο, η κοινωνική αλληλεπίδραση πρόσωπο με πρόσωπο είναι μια κοινωνικά οργανωμένη διαδικασία, η οποία διέπεται από την δική της τάξη και οργάνωση, που δεν αποτελεί μικρογραφία μεγαλύτερων κοινωνικών διαδικασιών. Εντοπίζει σε αυτήν μια ευθραυστότητα και μια ευαισθησία και ορίζει ως βασικό μέλημα των μετεχόντων σε αυτή, όχι μόνο τη διατήρηση της ισορροπίας της αλλά και την προστασία της. Συνεπώς τα μέλη της αλληλεπίδρασης οφείλουν να φροντίζουν για την ομαλή ροή της εντός ενός δυναμικού πεδίου και για τη διατήρηση του κοινού ορισμού της κατάστασης μέσα στην οποία δρουν. Ο κοινός ορισμός της κατάστασης λειτουργεί ως κοινή συνθήκη για την ομαλή έκβαση της καθημερινής ζωής. Έτσι καλούνται να αποφεύγουν, να αγνοούν ή να αντιμετωπίζουν εξισορροπητικά κάθε κατάσταση που θα μπορούσε να προκαλέσει αμηχανία και να διαταράξει την ‘αρμονία’ τους.
Η ουσιαστική συμβολή όμως του κοινωνιολόγου στη σχόλη της αλληλεπίδρασης, είναι η χρήση στην προσέγγισή του για τις κοινωνικές σχέσεις, μιας μεταφοράς. Πρόκειται για τη χρήση του μοντέλου της δραματουργίας στην κοινωνική ζωή. Σε αυτήν, επιτελείται η ερμηνεία και η κατανόηση της πραγματικότητας μέσω τoυ θεάτρου. Ο E.Goffman εισάγει αυτήν του την ιδέα στο βιβλίο του “The Presentation of Self in Everyday Life” (1956) με σκοπό τη χρήση της θεατρικής μεταφοράς ως μεθοδολογικό εργαλείο, για τη μελέτη της ανθρώπινης ύπαρξης και συμπεριφοράς. Επηρεασμένος από τον Kenneth Burke και τη θεωρία των κινήτρων που ανέπτυξε στο βιβλίο του A Grammar of motives (1954), o E.Goffman εξέλιξε τον όρο της δραματουργίας που αρχικά εισήγαγε ο Burke.
Η γενικότερη χρήση του θεατρικού λεξιλογίου για την ερμηνεία της καθημερινής ζωής, δεν ήταν εντελώς τυχαία για κανέναν από τους δύο στοχαστές αφού και άλλοι, όπως ο Marcel Mauss και ο Victor Terner, επηρεάστηκαν από την εκτενή υιοθέτηση όρων που παραπέμπουν σε μια έντονη θεατρικότητα όπως ο ‘ρόλος’ (που χρησιμοποιούνταν για τους ενδεικνυόμενους κώδικες συμπεριφοράς) και ο ‘δρων’ (actor),(προκειμένου να δηλωθεί το ενεργό υποκείμενο) από τους κοινωνικούς επιστήμονες του εικοστού αιώνα. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να σημειωθεί ακόμα ότι το θέατρο χρησιμοποιείται αυστηρά ως μεταφορά της πραγματικής ζωής και δεν θα πρέπει να παρασύρεται κανείς στην ταύτιση των δυο αναλογιών. Σχετικά με τη δραματουργία, ο Goffman στη διάρκεια της πορείας του, από την επανέκδοση του βιβλίου του “The Presentation of Self in Everyday Life” αλλά και σε μεταγενέστερα έργα του όπως το “Frame Analysis” επεξεργάζεται και εξετάζει συνεχώς νέα νοήματα αλλά και νέους περιορισμούς και όρους, αναφορικά με τη θεατρική μεταφορά.
Όπως ήδη αναφέρθηκε λοιπόν, η δραματουργική προσέγγιση στην κοινωνιολογία αλλά και στους υπόλοιπους τομείς που χρησιμοποιείται, αντιλαμβάνεται την καθημερινή, ανθρώπινη συμπεριφορά σαν μια θεατρική παράσταση. Η παράσταση ορίζεται ως όλη η δραστηριότητα ενός ατόμου που σημειώνεται κατά τη διάρκεια της συνεχούς παρουσίας του μπροστά σε ένα συγκεκριμένο σύνολο παρατηρητών, πάνω στο οποίο έχει κάποια επίδραση. Διακρίνει συνεπώς ένα πεδίο δράσης διαχωρισμένο σε προσκήνιο και παρασκήνιο, αλλά και τους συμμετέχοντες στο σχήμα αυτό, σε ερμηνευτές και κοινό. Μας καλεί να φανταστούμε τον κόσμο ως μια σκηνή και τους ανθρώπους, καθέναν ξεχωριστά αλλά και σε συνεργασία μεταξύ τους, να αναπαριστούν σαν ηθοποιοί ποικίλους ρόλους σε διαφορετικό πλήθος θεατών, ανάλογα με την ορισμένη περίσταση. Οι ρόλοι του ηθοποιού και του θεατή εναλλάσσονται.
Η όψη της παράστασης ορίζεται από τα δεδομένα της, τον τόπο, τον χώρο, τον χρόνο και τον διαθέσιμο εξοπλισμό, δηλαδή τα σκηνικά της αλλά και από την προσωπική όψη που ταυτίζεται στενά με τον ερμηνευτή (αξίωμα, αμφίεση, φύλο, φυλετικά χαρακτηριστικά, παρουσιαστικό, κινήσεις, στάση του σώματος κ.α.).
Η μεταφορά του θεάτρου περιέχει τόσο τη σκηνή, το βάθρο της παράστασης, όσο και το παρασκήνιο, στο οποίο ο ρόλος εγκαταλείπεται, αλλά αποτελεί το χώρο όπου με τη φαντασία ή και ζωντανά μπροστά στον καθρέφτη προβάρεται ο ίδιος ρόλος ή χτίζεται ένας επόμενος διαφορετικός ρόλος.
Σύμφωνα με τον Goffman οι ρόλοι που υιοθετούν οι άνθρωποι αναμένεται φυσιολογικά να ταλαντεύονται ανάμεσα σε δυο άκρα, το ένα άκρο αποτελεί τον άνθρωπο που είναι ειλικρινά πεπεισμένος ότι η εντύπωση της πραγματικότητας που παρουσιάζει είναι όντως η πραγματικότητα και το άλλο άκρο αποτελεί τον άνθρωπο που παρουσιάζει έναν ρόλο κυνικά με σκοπό να εξυπηρετήσει τις προσωπικές του βλέψεις, χωρίς να ενδιαφέρεται για τις πεποιθήσεις του κοινού.
Στο βιβλίο του “The Presentation of Self in Everyday Life”, ο E.Goffman εστιάζει στις τεχνικές που επινοεί και εφαρμόζει το άτομο προκειμένου να διαχειριστεί τις εντυπώσεις (impression management) που διαμορφώνουν τα υπόλοιπα άτομα με τα οποία αλληλεπιδρά, για το άτομο καυτό και για τις πράξεις του. Αυτή η ‘τέχνη’ του χειρισμού των εντυπώσεων συνιστά, σύμφωνα με το Goffman, βασική επιδίωξη των μετεχόντων, ώστε να μπορέσουν να διαμορφώσουν τον δικό τους ορισμό της κατάστασης σύμφωνα με τις επιδιώξεις τους.
Ο ρόλος αυτός λοιπόν τείνει να ενσωματώσει και να αποδώσει ορισμένες αξίες της κοινωνίας στην οποία εκτυλίσσεται. Αυτός ουσιαστικά είναι και ο τρόπος που κοινωνικοποιείται το άτομο. Προσαρμόζοντας ή αναδιαμορφώνοντας τη συμπεριφορά του στις αντιλήψεις και τις προσδοκίες της κοινωνίας. Ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, αν κάποιο άτομο επιλέξει να εκφράσει κάποιον εξιδανικευμένο ρόλο, θα πρέπει να αποκρύψει ή να μην πραγματοποιήσει πράξεις ασυνεπείς με αυτόν.
Όπως και οι ηθοποιοί έτσι και τα άτομα-ερμηνευτές προσπαθούν συνεχώς να διατηρούν τον εκφραστικό τους έλεγχο, να υπηρετούν το ρόλο τους, μην επιτρέποντας στο κοινό τους να αντιληφθεί τις απρόοπτες επιπλοκές της παράστασης ή του ρόλου, όσο ασήμαντες και αν είναι. Σκοπός του ατόμου-ερμηνευτή στη διάρκεια της παράστασης, είναι να αφήσει μια εντύπωση συμβατή και συνεπή στον γενικό ορισμό της κατάστασης που καλλιεργείται. Παράλληλα ο ερμηνευτής θα πρέπει να προσέξει να μην παραποιηθεί ο ρόλος του.
Ο εργασιακός χώρος σύμφωνα με τη δραματουργική προσέγγιση, αποτελεί το χώρο μιας σκηνής όπου εργαζόμενοι, συνεργάτες και πελάτες, εναλλάσσουν ρόλους ηθοποιού-ερμηνευτή και θεατή. Δείτε για παράδειγμα την υποδοχή ενός πελάτη σε ένα κατάστημα από μια υπάλληλο.
Η υπάλληλος στο ρόλο της καλείται να υιοθετήσει όλα τα κατάλληλα στοιχεία όψης (εμφάνιση, αμφίεση, παρουσιαστικό, κινήσεις, στάση του σώματος κλπ) και να υιοθετήσει μια συμπεριφορά σύμφωνα με τις προσδοκίες του πελάτη. Σκοπός της υπαλλήλου-ερμηνεύτριας, στη διάρκεια της παράστασης, είναι να αφήσει μια εντύπωση συμβατή και συνεπή στον γενικό ορισμό της κατάστασης που καλλιεργείται στην αλληλεπίδραση με τον πελάτη. Από την πλευρά του, ο πελάτης, αρχικά αποτελεί θεατή της παράστασης της υπάλληλου μέχρις ότου υιοθετήσει και εκείνος το δικό του ρόλο, ενεργώντας με σκοπό να εξυπηρετήσει τις προσωπικές του βλέψεις. Έτσι ξεκινά η αλληλεπίδραση και συνεχώς αναπτύσσεται και διαμορφώνεται.
Βασικό μέλημα τόσο της υπάλληλου όσο και του πελάτη αποτελεί, όχι μόνο η διατήρηση της ισορροπίας αλλά και η προστασία αυτής της αλληλεπίδρασης. Τα συμφέροντα και οι προσδοκίες τόσο της υπάλληλου όσο και του πελάτη ορίζουν την κατάσταση μέσα στην οποία δρουν. Ο κοινός ορισμός της κατάστασης λειτουργεί ως κοινή συνθήκη για την ομαλή έκβαση της διαδικασίας εξυπηρέτησης. Έτσι καλούνται να αποφεύγουν, να αγνοούν ή να αντιμετωπίζουν εξισορροπητικά κάθε κατάσταση που θα μπορούσε να προκαλέσει αμηχανία και να διαταράξει την ‘αρμονία’ της.
Κατά την κατάρτιση, αξιοποιώντας το μοντέλο της δραματουργίας, μπορούμε να υιοθετήσουμε τεχνικές του θεάτρου για την εκπαίδευση των εργαζομένων, π.χ. της υπάλληλου εξυπηρέτησης στο πιο πάνω παράδειγμα.
Οι τεχνικές του θεάτρου περιλαμβάνουν τεχνικές για τη διαμόρφωση της σύμβασης, του σκηνικού χώρου, την αξιοποίηση των σκηνικών αντικειμένων, των σημείων όψης και τέλος τεχνικές για την πειστική αναπαράσταση του ρόλου. Ο εκπαιδευτής ως drama facilitator, υιοθετώντας το δραματουργικό μοντέλο, μπορεί να ακολουθήσει μια ολιστική σε βάθος προσέγγιση των ανθρωπίνων σχέσεων στον εργασιακό χώρο. Το δραματουργικό μοντέλο και οι θεατρικές τεχνικές, του δίνουν μοναδικές ικανότητες να αναλύσει καταστάσεις, να πειραματιστεί και να χτίσει ρόλους για αποτελεσματικές αλληλεπιδράσεις.