Η μάθηση μέσω της διαδοχικής βιωματικής δράσης, είναι μία προσέγγιση στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού και στην εδραίωση της αλλαγής, στα πλαίσια ενός οργανισμού. Μία προσέγγιση που έχει επίκεντρο τον εκπαιδευόμενο – άνθρωπο. Σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς τρόπους, όπου ο εκπαιδευτής – ειδικός παρουσιάζει πληροφορίες και γνώσεις, ο εμψυχωτής που χρησιμοποιεί αυτήν τη μέθοδο, θα δημιουργήσει καταστάσεις που θα κληθούν οι συμμετέχοντες να ανακαλύψουν τις δικές τους απαντήσεις σε επιχειρησιακά θέματα που ζητούν λύσεις. Η πληροφόρηση που παρέχεται από τον εμψυχωτή προτρέπει τους συμμετέχοντες να δράσουν βασισμένοι στις αποφάσεις τους, οι οποίες μπορεί να είναι αποτέλεσμα προσωπικής ή ομαδικής διαδικασίας επίλυσης προβλημάτων.
Ίσως το πιο σημαντικό σημείο στον ορισμό της βιωματικής μάθησης, είναι ότι οι δράσεις του εκπαιδευόμενου, ακολουθούνται από μία στοχαστική διαδικασία όπως η συζήτηση αποφώνησης, σε δυάδες ή ομαδικά κλπ. Απόψεις που πηγάζουν, και εκφράζονται, από τις εμπειρίες που πέρασαν συσχετίζονται με τις δικές τους εργασιακές καταστάσεις. Η μεθοδολογία επιτυγχάνει, κάθε ικανότητα που αναπτύσσεται κατά την βιωματική φάση, να μπορεί να εφαρμοστεί κατόπιν στο εργασιακό περιβάλλον.
Η βιωματική μάθηση μπορεί να διεγείρει και να τονώσει την μάθηση και την αλλαγή στο άτομο, στην ομάδα και στα οργανωτικά επίπεδα. Η διεθνής έρευνα έχει δείξει ότι: κατά τη διάρκεια προγραμμάτων βιωματικής μάθησης, θέματα όπως “Ηγεσία και προσωπικότητα”, “Μοντέλα λήψης αποφάσεων” και “Μέθοδοι επίλυσης προβλημάτων” , “Διαχείριση των συγκρούσεων”, “Δημιουργικότητα”, “Ανάληψη ρίσκου και πρωτοβουλία”, “Αλληλοκαθοδήγηση”, έρχονται να παίξουν τον ρόλο τους και να γίνουν πιθανά θέματα συζήτησης.
Αυτή η εκπαιδευτική μεθοδολογία είναι το κατάλληλο όχημα για να χειριστούμε ζητήματα που σχετίζονται με την πορεία επίτευξης στόχων και την αποτελεσματικότητα της ομάδας : “Ανάπτυξη αυτογνωσίας”, “Ανάληψη ρίσκου”, “Υποστήριξη επικοινωνίας”, “Να δίνεις και να παίρνεις αναπληροφόρηση”, “Επίλυση προβλημάτων”, “Εύρεση και χρήση πόρων”, “Διαχείριση συγκρούσεων” και “Δημιουργία ομαδικού πνεύματος”.
Εάν οι δράσεις σχεδιαστούν κατάλληλα οι παρεμβάσεις μπορούν να αφορούν όχι μόνο γενικά θέματα ομάδων αλλά και ειδικά προβλήματα, όπως ιδιαίτερα προβλήματα που αφορούν διαδικασίες και συστήματα της επιχείρησης.
Για να έχουμε μία σαφή εικόνα πώς ο σχεδιασμός ενός τέτοιου προγράμματος μπορεί να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα χρησιμοποιούμε το μοντέλο των τριών επιπέδων παρέμβασης που μπορούμε να έχουμε: το επίπεδο της συνειδητοποίησης, το επίπεδο της λειτουργικής κατανόησης, και το επίπεδο της οργανωτικής εφαρμογής.
1) Συνειδητοποίηση :
Στο επίπεδο αυτό επιζητείται η βασική κατανόηση και αντίληψη θεμάτων που άπτονται της ομάδας. Μετά τη βιωματική δράση εξετάζονται θέματα όπως “ηγεσία”, “επικοινωνία”, “εμπιστοσύνη”. Σε αυτό το επίπεδο ενδιαφερόμαστε περισσότερο για τη δημιουργία ενός κοινού επιπέδου αντίληψης και κατανόησης των παραγόντων που διαμορφώνουν τη δυναμική της μελών της ομάδας, παρά για αλλαγές στην συμπεριφορά ατόμων και ομάδων. Αυτά τα προγράμματα μπορούν να υλοποιηθούν με ελάχιστη ανάλυση αναγκών, και συχνά διαρκούν 1 μέρα ή λιγότερο. Επειδή αυτά τα προγράμματα είναι περισσότερο εκπαιδευτικά παρά επικεντρώνονται στην ανάπτυξη γενικά, το αποτέλεσμα δε θα δημιουργήσει σημαντικά ή μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Τέλος ο εμψυχωτής δε χρειάζεται να έχει βαθιές γνώσεις και κατανόηση της δυναμικής της οργάνωσης του οργανισμού, ούτε να είναι ειδικός στα θέματα της οργανωσιακής συμπεριφοράς.
2) Λειτουργική Κατανόηση :
Στο επίπεδο αυτό αναζητείται η αλλαγή συμπεριφορών και νοοτροπιών, σε ατομικό επίπεδο, εξετάζοντας θέματα ειδικά για τη συγκεκριμένη ομάδα και βοηθώντας τους εκπαιδευόμενους, να σχηματίσουν σχέδια δράσης για να εφαρμόσουν τις νέες συμπεριφορές. Αυτά τα προγράμματα προσπαθούν να μεταφέρουν τη μάθηση καθενός εκπαιδευόμενου στο εργασιακό περιβάλλον. Αυτή η αλλαγή σε ατομικό επίπεδο είναι που φέρνει την αλλαγή σε επίπεδο ομάδας. Ένα τέτοιο πρόγραμμα πραγματοποιείται συνήθως σε μία σύναξη πολλών ημερών (τουλάχιστον δύο), και ολοκληρώνεται με μια συνάντηση Follow-up. Επειδή αυτά τα προγράμματα επικεντρώνονται περισσότερο στην προσωπική ανάπτυξη παρά στην εκπαίδευση, οι εκπαιδευόμενοι θα πρέπει να έχουν βασική κατανόηση των παραγόντων της δυναμικής των ομάδων. Τέλος ο εμψυχωτής χρειάζεται μια κατανόηση των διαπροσωπικών δυναμικών που παίζουν ρόλο μέσα στην ομάδα, που αποκτάται από μία εις βάθος ανάλυση αναγκών.
3) Οργανωτική Εφαρμογή :
Στο τρίτο επίπεδο ο σχεδιασμός των δράσεων αποβλέπει στο να διευκολύνει οργανωτικές αλλαγές, εξετάζοντας συγκεκριμένα επιχειρησιακά θέματα ή τους μακροπρόθεσμους επιχειρησιακούς στόχους. Αυτά τα προγράμματα πρέπει να έχουν σαν αποτέλεσμα συμπαγή και σημαντικά πλάνα δράσης για την ομάδα, τα οποία προσθέτουν αξία στον οργανισμό. Είναι αυτή η αλλαγή σε επίπεδο ομάδας που μεταβάλλει το επιχειρησιακό περιβάλλον. Ένα τέτοιο πρόγραμμα τυπικά απαιτεί πολλαπλές συνάξεις για μία περίοδο και μπορεί να συνδυαστεί με άλλες εκπαιδευτικές παρεμβάσεις. Επειδή αυτά τα προγράμματα είναι μεγάλης έντασης στην ανάπτυξη, γενικά προϋποθέτουν ότι οι συμμετέχοντες έχουν κατανόηση των λειτουργιών της δυναμικής των διαφόρων ομάδων μέσα σε όλο τον οργανισμό. Τέλος ο εμψυχωτής χρειάζεται να έχει βαθιά κατανόηση των συνθηκών του επιχειρησιακού περιβάλλοντος και των δυναμικών των οργανωτικών μονάδων, οι οποίες, επειδή συνεχώς μεταβάλλονται, χρειάζονται μία συνεχή επαναξιολόγηση.
Οι εκπαιδευτικές προσεγγίσεις στον εργασιακό χώρο κατατάσσονται ανάλογα με τον σκοπό τους σε τρεις κατηγορίες:
1) Η κατάρτιση:
Η κατάρτιση αφορά τη μάθηση συγκεκριμένων ικανοτήτων, για να εκτελούνται καλύτερα παραγωγικές δραστηριότητες. Η κατάρτιση αφορά συγκεκριμένη μεταφορά των ικανοτήτων που διδάχθηκαν. Οι ικανότητες μαθαίνονται σε ένα περιβάλλον και οι μαθητές καλούνται να τις εφαρμόσουν σε ένα παρόμοιο περιβάλλον. Η μεταφορά των ικανοτήτων στο εργασιακό περιβάλλον έχει μεγάλο βαθμό επιτυχίας γιατί «οι ίδιες ικανότητες σε παρόμοια περιβάλλοντα» σημαίνει ότι υπάρχει ένα μικρό χάσμα που είναι εύκολο να το διαβείς.
2) Η εκπαίδευση:
Η εκπαίδευση αφορά την μάθηση γενικών ικανοτήτων για να εκτελέσουμε επιχειρησιακές διαδικασίες. Η εκπαίδευση αφορά αόριστη μεταφορά των ικανοτήτων που διδάχθηκαν. Οι ικανότητες μαθαίνονται σε ένα περιβάλλον και οι μαθητές καλούνται να τις εφαρμόσουν με τον ίδιο τρόπο σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Η μεταφορά των ικανοτήτων στο εργασιακό περιβάλλον έχει μικρό βαθμό επιτυχίας γιατί “οι ίδιες ικανότητες σε διαφορετικά περιβάλλοντα” σημαίνει ότι υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα που είναι δύσκολο να το διαβείς.
3) Η βιωματική μάθηση:
Η βιωματική μάθηση ακολουθεί έναν άλλο δρόμο. Χρησιμοποιεί την αλληγορία (παραλληλισμοί, αναλογία) σαν ένα τρίτο τρόπο μεταφοράς των αναπτυχθέντων ικανοτήτων. Η μεταφορά των ικανοτήτων μέσα από την αλληγορία είναι ένας τρόπος να στενέψεις το χάσμα μεταξύ του προφανώς διαφορετικού περιβάλλοντος όπου λαμβάνει χώρα η μάθηση και του εργασιακού περιβάλλοντος. Μία αλληγορία είναι μία ιδέα, ένα αντικείμενο, μία σύμβαση που χρησιμοποιείται στην θέση άλλων ιδεών, αντικειμένων, συμβάσεων έτσι ώστε να υπογραμμιστούν συγκρίσιμες ομοιότητες και αναλογίες μεταξύ των δύο. Βρίσκοντας αυτές τις ομοιότητες και αναλογίες οι συμμετέχοντες μπορούν να πλησιάσουν το χάσμα μεταξύ των διαφορετικών περιβαλλόντων.
Η μάθηση δεν είναι τίποτα άλλο από αλλαγή στο τρόπο που οι άνθρωποι αισθάνονται, σκέφτονται, συμπεριφέρονται. Τέσσερα διαφορετικά είδη προγραμμάτων ΜΔΒΔ υπάρχουν ανάλογα με την επικέντρωση τους στην αλλαγή συναισθημάτων, σκέψεων, ή συμπεριφοράς για προσωπική ανάπτυξη : Ψυχαγωγικά, Μορφωτικά, Προσωπικής Ανάπτυξης και Θεραπευτικά.
Η βιωματική δράση υλοποιείται μέσα από δραστηριότητες προσεχτικά επιλεγμένες και προγραμματισμένες που δημιουργούν συνθήκες περιπέτειας.
Οι δραστηριότητες μπορούν να περιλαμβάνουν, ice breakers, ομαδικά παιχνίδια, ασκήσεις με σχοινιά, υπαίθριες δραστηριότητες, σενάρια περιπέτειας κλπ. Οι δραστηριότητες λαμβάνουν χώρα κυρίως σε υπαίθριους χώρους.
Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία ενός προγράμματος ΜΔΒΔ είναι η ποιότητα της συμπερασματικής συζήτησης που γίνεται με το τέλος της δράσης κάθε φάσης. Σε αυτό το σημείο οι συμμετέχοντες θα πρέπει να κάνουν την σύνδεση και να συσχετίσουν τις εμπειρίες που μόλις είχαν με επιχειρηματικά ζητήματα που τους απασχολούν.
Εφόσον, ο συλλογισμός πάνω στην εμπειρία, που μόλις έχουν γευθεί οι εκπαιδευόμενοι, είναι το κλειδί για να υπάρξει μία βαθιά προσωπική μάθηση που οδηγεί σε μία οργανωτική αλλαγή που διαρκεί, οτιδήποτε κάνει ο εμψυχωτής για να ενισχύσει τον συλλογισμό, πριν, κατά, και μετά την εμπειρία θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα βαθιάς γνώσης και άριστων συμβουλευτικών ικανοτήτων τόσο σε θέματα προσωπικής ανάπτυξης και διαπροσωπικών σχέσεων όσο και οργανωτικής ανάπτυξης και εταιρικής κουλτούρας.
Τέσερεις τεχνικές διευκόλυνσης της συλλογιστικής χρησιμοποιούνται κατ’εξοχήν στα προγράμματα βιωματικής μάθησης :
Τα προγράμματα βιωματικής δράσης χωρίζονται σε τρία είδη ανάλογα με τον τρόπους και τους χώρους διαξαγωγής (τα είδη αυτά λειτουργούν ανεξάρτητα ή σε συνδυασμό – μικτά προγράμματα) :
Για τον σχεδιασμό ενός εκπαιδευτικού προγράμματος βιωματικής μάθησης είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι παρακάτω παράμετροι:
Είναι προφανές, ότι ο καλύτερος τρόπος προσδιορισμού αυτών των παραμέτρων σχεδιασμού του προγράμματος είναι η προσωπική συνέντευξη με τους ενδιαφερόμενους.